Πώς να προφέρετε "salt"
Η "salt" προφέρεται στα Catalan.
Η "salt" προφέρεται στα Δανέζικα.
Η "Salt" προφέρεται στα Γερμανός.
Η "salt" προφέρεται στα Γερμανός.
Η "salt" προφέρεται στα Αγγλικά.
Η "SALT" προφέρεται στα Αγγλικά.
Η "SALT" προφέρεται στα Φινλανδικός.
Η "salt" προφέρεται στα Φινλανδικός.
Η "SALT" προφέρεται στα γαλλική γλώσσα.
Η "salt" προφέρεται στα γαλλική γλώσσα.
Η "SALT" προφέρεται στα Oυγγρικός.
Η "salt" προφέρεται στα Oυγγρικός.
Η "salt" προφέρεται στα Ισλανδικός.
Η "salt" προφέρεται στα Ολλανδός.
Η "salt" προφέρεται στα Νορβηγός.
Η "salt" προφέρεται στα Pουμανικός.
Η "salt" προφέρεται στα Σουηδικά.
Η "salt" προφέρεται στα Τουρκικά.
Προσθέστε τη δική σας προφορά του "salt"
Σημαίες και ορισμοί του "salt"
- Noun
a compound formed by replacing hydrogen in an acid by a metal (or a radical that acts like a metal)
Συνώνυμα:
- Noun
white crystalline form of especially sodium chloride used to season and preserve food
Συνώνυμα:
- Noun
negotiations between the United States and the Union of Soviet Socialist Republics opened in 1969 in Helsinki designed to limit both countries' stock of nuclear weapons
Συνώνυμα:
- Noun
- Verb
- Verb
- Verb
- Verb
- Adjective