Πώς να προφέρετε "ケーパビリティ" (Ιαπωνικά)

  • Φωνή

    Ακούστε

    Ψηφοφορίες

  • ケーパビリティ  in  a Male Voice
    Η "ケーパビリティ" προφέρεται στα Ιαπωνικά.
    0
    0

Προσθέστε τη δική σας προφορά του "ケーパビリティ"

Σημαίες και ορισμοί του "ケーパビリティ"

ορισμοί

能力がある質−身体的に、知的に、法的に
the quality of being capable -- physically or intellectually or legally
開発が可能と思われる才能
an aptitude that may be developed

Παραδείγματα

彼は自分の能力の限界まで働いた
he worked to the limits of his capability