Πώς να προφέρετε "活性" (Ιαπωνικά)

  • Φωνή

    Ακούστε

    Ψηφοφορίες

  • 活性  in  a Male Voice
    Η "活性" προφέρεται στα Ιαπωνικά.
    0
    0

Προσθέστε τη δική σας προφορά του "活性"

Σημαίες και ορισμοί του "活性"

ορισμοί

物質が化学反応に関与する能力
the capacity of a substance to take part in a chemical reaction
化学変化に対して素早く影響を受けやすいこと
ready susceptibility to chemical change

Παραδείγματα

触媒活性
catalytic activity